- προσεπιστέλλω
- Α [ἐπιστέλλω]1. διατάσσω κάτι ακόμη, εντέλλομαι κάτι ακόμη2. δίνω εντολές με επιστολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπέστελλον — προσεπιστέλλω notify aor ind act 3rd pl προσεπιστέλλω notify aor ind act 1st sg προσεπιστέλλω notify imperf ind act 3rd pl προσεπιστέλλω notify imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπεστάλη — προσεπιστέλλω notify aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπεστάλθαι — προσεπιστέλλω notify perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπέστειλαν — προσεπιστέλλω notify aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπέστειλε — προσεπιστέλλω notify aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)